Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Παρουσίαση των θέσεων για τη 2η Συνδιάσκεψη, Βρυξέλλες 28/5

Την Τρίτη 28 Μάη, έγινε στις Βρυξέλλες παρουσίαση των θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ , εν όψει της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης (Αθήνα, 1-2 Ιούνη), με πρωτοβουλία μελών και φίλων της που ζουν στο Βέλγιο.
Στην εκδήλωση συμμετείχε εκπρόσωπος της LCR, αδερφής οργάνωσης μίας εκ των συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό. Ακόμα έγινε σύνδεση με την Αθήνα, μέσω της οποίας το μέλος του Πανελλαδικού Συντονιστικού, σ. Θανάσης Καμπαγιάννης, ενημέρωσε για την παρούσα συγκυρία εν όψει της Συνδιάσκεψης, και τέλος ο σ. Κώστας Τόδουλος έκανε μια σύντομη παρουσίαση των θέσεων.

Ακλούθησε γόνιμη και ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στις θέσεις και τις στρατηγικές της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στη Ελλάδα και Ευρωπαϊκά, στην οποία παρενέβη ο σ. Lionel από την Tendencia Piquetera Revolucionaria της Αργεντινής, καθώς και σύντροφοι από άλλες οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στο Βέλγιο.

 

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ 2Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ

ΤΟΛΜΗ ΓΙΑ ΞΕΚΑΘΑΡΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής και όχι μεταρρυθμισμού

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΡΙΖΟΣ

 

Μπροστά στη 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η συζήτηση των μελών στις τοπικές και κλαδικές συνελεύσεις αλλά και ευρύτερων δυνάμεων έχει ξεκινήσει δυναμικά. Οι προκλήσεις ολοφάνερες: Πως θα δυναμώσει η αντικαπιταλιστική αριστερά ως πρόγραμμα, υποκείμενο και πρόταση πολιτικής συμπόρευσης (στην ενότητά τους) σε μια περίοδο διευρυνόμενης απογοήτευσης πρωτοπόρων αγωνιστών από τις εξετάσεις διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ και την απόσυρση του ΚΚΕ από την πολιτική πάλη για την ανατροπή. Πως θα ανασυγκροτηθεί το εργατικό κίνημα από τη σχετική καθήλωση των αγώνων, σε ένα περιβάλλον σκληρής τρομοκρατίας και διάλυσης της εργατικής συλλογικής δράσης. Και πως θα συνδέσει μια κοινωνία που μάχεται για να επιβιώσει τον αγώνα ενάντια στο εκβαρβαρισμένο καπιταλιστικό σύστημα με μια σύγχρονη σοσιαλιστική – κομμουνιστική προοπτική.

 

Στα ερωτήματα αυτά δεν χρειάζονται μισόλογα, διφορούμενες απαντήσεις ή επιλεκτικές ερμηνείες των Θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά ξεκάθαρες τοποθετήσεις τουλάχιστον για τα «χοντρά επίδικα» που ανέδειξε η ταξική πάλη και επίμονα θέτει ο κόσμος του αγώνα.

Ας δούμε ορισμένα:

 

1)   Η σημερινή κρίση είναι μια γενική παγκόσμια κρίση (παντός χώρας και καιρού) χωρίς την ειδική πλευρά της έκφρασής της στην συγκεκριμένη ολοκλήρωση (Ε.Ε.) και χώρα, άρα εξαλείφει την έννοια του αδύνατου κρίκου και της λενινιστικής αρχής για «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης»; Ή, από την άλλη μεριά, είναι μόνο μια ειδική κρίση αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης (μερικοί μάλιστα την περιορίζουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας και του νομίσματος) αλληθωρίζοντας σαφώς σε «ανάπτυξη τύπου Ομπάμα» ή σε καλή Ε.Ε. χωρίς το κακό ευρώ; Ή μήπως είναι μια κρίση του «αποβιομηχανοποιημένου», «εξαρτημένου» και «χωρίς παραγωγική βάση» ελληνικού καπιταλισμού που χρειάζεται επειγόντως παραγωγική ανασυγκρότηση; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει θέσει με σαφήνεια και σοβαρή διαλεκτική ανάλυση την τοποθέτηση για το χαρακτήρα της σημερινής κρίσης (θέσεις 1-16) που δεν χωράει παρερμηνείες.

 

2)   Η κρίση είναι μόνο μια κοινωνικοοικονομική διαδικασία όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας που αφαιρεί κάποια δικαιώματα από τον κόσμο της δουλειάς και τα οποία μέσα από ένα νέο πιθανό κύκλο ανάπτυξης θα επανέλθουν στην προηγούμενη ισορροπία ή συνεπάγεται και μια πολιτική αντεπανάσταση από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας σε πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό επίπεδο που θα οδηγήσει σε ιστορικών προδιαγραφών σύγκρουση; Είναι μια απλή «επιβολή αυταρχικού παροξυσμού και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων» όπως λέει το κείμενο που υπογράφεται από μέλη της ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και του ΜΑΑ ή κάτι πολύ πιο ποιοτικό και επικίνδυνο;

 

3)   Ως παράγωγο της ίδιας λογικής, η Ε.Ε. είναι μια οικονομική – νομισματική κατά βάση ένωση ή έχει εξελιχθεί σε μια πολιτική, ιμπεριαλιστική συμμαχία που ενισχύει την εξουσία του κεφαλαίου στις επιμέρους χώρες, γίνεται ο πολιορκητικός κριός για το γκρέμισμα των εργατικών κατακτήσεων του 20ου αιώνα και μοχλός αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στα εθνικά κράτη και συντάγματα; Η πρώτη αντίληψη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αποδέσμευση από το ευρώ αποσυνδέεται από την έξοδο από την Ε.Ε. (για την ακρίβεια σταδιοποιείται) και αυτονομείται από το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.

 

4)   Στο ίδιο κείμενο και απέναντι στη σωστή διαπίστωση ότι «οι παρατεταμένοι αγώνες της τελευταίας τριετίας, έχουν κλονίσει το πολιτικό σύστημα, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής» η απάντηση που δίνεται δεν είναι επαρκής. Δεν αναγνωρίζεται ότι η πολιτική συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο με την Ε.Ε. και το ευρώ, αλλά κυρίως με την κυβερνητική – κοινοβουλευτική διαχείριση, είναι αυτή που απογοητεύει το κίνημα και όχι το αντίθετο: δεν οδηγεί η «ανωριμότητα του κινήματος» στους συμβιβασμούς και τις κωλοτούμπες της αριστεράς. Γι αυτό και καταλήγει ότι «ο πόλος πρέπει να θέτει το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας με βάση το πολιτικό πρόγραμμα των 6 σημείων, γνωρίζοντας ότι για να γίνει κάτι τέτοιο αυτό το πρόγραμμα ….πρέπει να … στηριχτεί στη δύναμη του οργανωμένου λαού και των δικών του διακριτών θεσμών». Η θέση αυτή όμως που θεωρεί ότι πολιτική λύση είναι «6 σημεία + κυβέρνηση + διακριτοί θεσμοί κινήματος» περισσότερο παραπέμπουν σε ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό, παρά σε αντικαπιταλιστική – και εν δυνάμει επαναστατική – ανατροπή.

5)   Από εδώ προκύπτουν δύο θεμελιώδη ζητήματα που ταλάνισαν και ταλανίζουν την αριστερά και το κίνημα για δεκαετίες: Τι σημαίνει πρόγραμμα; Πως προσεγγίζεται το ζήτημα της εξουσίας;

Για το πρώτο οι Θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκαθαρίζουν: Πρόγραμμα δεν είναι πέντε, έξι ή δέκα σημεία προς το κίνημα (κινηματισμός), ούτε προς τη ρεφορμιστική αριστερά ή τις αντιμνημονιακές δυνάμεις για μια κυβερνητική συμμαχία. Το πρόγραμμα είναι η διαλεκτική σχέση σκοπών και μέσων επιβολής τους, τακτικής στρατηγικής και του υποκειμένου που θα τα επιβάλλει δηλ. το τι παλεύουμε (Θέση 42), σε ποια πολιτική προοπτική (Θέση 47), ποιος και πως θα επιβάλλει αυτόν τον δρόμο (θέσεις 44, 45) όπου απαντά: «Με την κλιμάκωση των αγώνων, με ένα πολιτικοποιημένο και ταξικά ανασυγκροτημένο μαζικό κίνημα, με αποκορύφωμα τον πανεργατικό – παλλαϊκό ξεσηκωμό και την λαϊκή εξέγερση, όχι με κοινοβουλευτικές αυταπάτες και αναμονή». 

Για το δεύτερο πρέπει να πούμε ότι για το πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, το ζήτημα της εξουσίας τίθεται από σήμερα. Δεν διχάζεται – αυτονομείται η ανατροπή από τη μάχη για την εξουσία. Με την έννοια αυτή δεν είναι μεταρρυθμιστικό σχέδιο που θα πραγματοποιείται βήμα – βήμα από μια αριστερή ριζοσπαστική κυβέρνηση, ούτε μπορεί να είναι προϊόν μιας «σοσιαλιστικής οικονομικής νησίδας» εντός της καπιταλιστικής εξουσίας.

Το πρόγραμμα αυτό στο σύνολο του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την εργατική εξουσία και την κυβέρνηση της που θα προκύψουν από την επανάσταση. Σημαντικές πλευρές του ωστόσο επιδιώκεται σταθερά να επιβληθούν στις αστικές κυβερνήσεις ως κατακτήσεις της ταξικής πάλης. Γι αυτό χρειάζεται συνειδητός προσανατολισμός για την επιβολή του που σημαίνει οργάνωση του λαού, πριν από όλα ένα άλλο εργατικό κίνημα με ανεξάρτητο κέντρο αγώνα. όργανα πάλης, επιβολής της λαϊκής θέλησης, αλληλεγγύης και ανατροπής.

Διαφέρει επομένως η αντίληψη αυτή από τον ρεφορμιστικό (και μικροαστικά παραμορφωμένο) τρόπο που το θέτουν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η μονομερής προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στον κυβερνητικό – κοινοβουλευτικό δρόμο (ως απάντηση στο θέμα της εξουσίας) και του ΚΚΕ στην παραπομπή των πολιτικών στόχων στη «λαϊκή εξουσία» που θα έρθει ως δια μαγείας, στην ουσία αφήνουν τους αγωνιστές και την αριστερά «ανεκπαίδευτους» και «άοπλους» μπροστά στο καθήκον της αναμέτρησης με την αστική εξουσία, με την οικοδόμηση οργάνων λαϊκής πάλης από τώρα, μέσα στη φωτιά της μάχης. Έτσι το κίνημα και οι αγώνες μένουν πολιτικά μετέωροι αφού εγκλωβίζονται στις συμπληγάδες της εκλογικής – κυβερνητικής λύσης και της εκλογικής – κομματικής ενίσχυσης για μια «ανάπηρη εξουσία που πάλι σου τάζουν». Και οι δύο δυνάμεις νομίζουν πως απαντούν στο ζήτημα της εξουσίας, ενώ στην ουσία αφήνουν άθικτη την αστική πολιτική είτε με την προσδοκία κυβερνητικής διαχείρισης είτε με την πάλη «ενάντια στις συνέπειες της κρίσης».

6) Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί να δει κανείς και την πρόταση μετωπικής πολιτικής συμπόρευσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στη βάση και με αφετηρία το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και με σταθερή επιδίωξη την αυτοτελή συγκρότηση και διεύρυνση της αντικαπιταλιστικής, αντιδιαχειριστικής, αντι ΕΕ αριστεράς, με κορμό την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτή η θέση διαφοροποιείται και από απόψεις που θεωρούν ότι ο αντικαπιταλιστικός πόλος ολοκληρώθηκε με τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και από απόψεις που αντιμετωπίζουν την αντικαπιταλιστική αριστερά ως υπόθεση του μέλλοντος (υποβαθμίζοντας έτσι το εγχείρημά μας), επιλέγοντας για το παρόν τη «ρεαλιστική» εκδοχή ενός αριστερού μετώπου ή μιας αριστερής μετωπικής συμμαχίας στα όρια ενός κυβερνητικού προγράμματος ανακούφισης, παραγωγικής ανασυγκρότησης και εξόδου από το ευρώ, παραπέμποντας για το μέλλον την έξοδο από την Ε.Ε. και τη ρήξη με την ιδιοκτησία και εξουσία του κεφαλαίου.


Χρειάζεται λοιπόν τόλμη. Αλλά σε ποια κατεύθυνση; Γιατί το παρόν είναι που εκδικείται το μέλλον.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013


Ο λαός να καταργήσει με τη δράση του, τους νόμους και τα σχέδια της κυβέρνησης για απαγόρευση των διαδηλώσεων

Πριν καλά-καλά περάσουν οι νεοσύλλεκτοι εκπαιδευτικοί τη "βδομάδα προσαρμογής" στο νέο τους ρόλο, η κυβέρνηση προχωρά συστηματικά το σχέδιο του "βελούδινου γύψου" που σκοπεύει να τυλίξει το σύνολο της κοινωνίας και των κοινωνικών αντιστάσεων.

Με το πρόσχημα της ομαλής τουριστικής κίνησης και της ελεύθερης μετακίνησης πολιτών και πελατών, σκοπεύουν να απαγορεύσουν τις διαδηλώσεις -αρχικά- στο κέντρο της Αθήνας για να θεσμοθετήσουν στην ουσία διαδικασίες ολοκληρωτικής απαγόρευσης κάθε είδους κοινωνικής αντίδρασης. Στο σχέδιο αυτό η κυβέρνηση βρήκε πρόθυμους συνομιλητές τη θλιβερή ηγεσία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Δεν καταλαβαίνουν άραγε ότι το επόμενο βήμα θα είναι ο ασφυκτικός περιορισμός μέχρι την ανοιχτή αμφισβήτηση του απεργιακού δικαιώματος;

Μετά την ουσιαστική κατάργηση του εργατικού δικαίου, σειρά είχε η "αποκαθήλωση" των δημοκρατικών δικαιωμάτων,  όπως τα γνωρίσαμε μετά την κατάρρευση της χούντας. Μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της φτώχειας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης που έχουν καταδικάσει την πλειοψηφία της κοινωνίας οι πολιτικές της "δημοσιονομικής εξυγίανσης", των μνημονίων και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση και τα κόμματα που την στηρίζουν, έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν να καταστείλουν, να απαγορεύσουν και να περιθωριοποιήσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις. Μπορούν να ψηφίσουν όσους νόμους και όσα προεδρικά διατάγματα υπαγορεύουν τα συμφέροντα που εξυπηρετούν.

Δέν μπορούν όμως να ψηφίσουν νόμους που να απαγορεύουν τη σκέψη και την ελεύθερη δράση των ανθρώπων που υποφέρουν, που υποχρεώνονται να ζουν με μισθούς πείνας, που ζουν από  συσσίτια, που είναι άνεργοι, που βιώνουν συνθήκες κατάρρευσης των υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας, που υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν για να αναζητήσουν μία αξιοπρεπή ζωή. Η κατάργηση δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι προϋπόθεση για την επιτυχία των στόχων και των επιδιώξεων του κεφαλαίου που φιλοδοξεί να φτιάξει μία κοινωνία φτηνών εργατών και μουγγών πολιτών. Αυτό ακριβώς που επιδιώκει να επιβάλλει με τη δράση και την ιδεολογία της η ναζιστική συμμορία της χρυσής αυγής. Eίναι καθήκον κάθε εργαζόμενου, νέου, άνεργου, συνταξιούχου και μισθωτού, να βάλει φραγμό σε κάθε προσπάθεια περιορισμού ή κατάργησης του δικαιώματος στη διαδήλωση και την απεργία.

Είναι ώρα να ζωντανέψουμε τους δρόμους και τις πλατείες, για να βάλουμε τέλος στον κατήφορο που παρασέρνουν την πλειοψηφία της κοινωνίας, για να μην συναντήσουμε στο τέλος αυτής της διαδρομής μία κοινωνία βαρβαρότητας, εξαθλίωσης και γενικευμένης φτώχειας. Μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτή την πορεία.

Μπορεί, ένα μαχητικό μέτωπο υπεράσπισης εργατικών-δημοκρατικών δικαιωμάτων και ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών να θέσει τους όρους για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, για τη ριζική αλλαγή της ζοφερής για την πλειοψηφία της κοινωνίας πραγματικότητα.  

 

ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α

antarsyapreveza.gr

Μπορεί η Αριστερά να κυβερνήσει;


Άγγελος Χάγιος


Ναι η αριστερά όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να κυβερνήσει. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πάρουν την εξουσία. Για να αλλάξει η εξουσία από αστική σε εργατική. Αυτή η αλλαγή χρειάζεται επανάσταση και το υπογραμμίζω, κόντρα σε αυτούς που φοβούνται και να αναφέρουν τη λέξη. Γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούν να αλλάξουν οι παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις, να καταργηθεί ο καπιταλισμός, που είναι στην πιο ολοκληρωτική του φάση  κι απειλεί να καταστρέψει τον άνθρωπο και τον πολιτισμό.

Σε αυτό το ζήτημα επιχειρούμε να απαντήσουμε. Γιατί υπάρχουν απαντήσεις από όλο το φάσμα της αριστεράς.

Είναι η απάντηση της κυβερνώσας αριστεράς, της ΔΗΜΑΡ που συγκυβερνά με τον Σαμαρά και το Βενιζέλο. Είναι η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση σωτηρίας με αντιμνημονιακές δυνάμεις για τη διαχείριση του συστήματος.

Στην χώρα μας υπάρχει ιστορική εμπειρία. Το ΚΚΕ κι ο ενιαίος ΣΥΝ στη συνέχεια, με μία έννοια κυβέρνησαν. Συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις.

Τρεις τουλάχιστον φορές τέθηκε τέτοιο ζήτημα κι απάντησαν θετικά.

Μία όταν εγκατέλειψαν στόχους και στρατηγική της Εαμικής επανάστασης και το 1945 μπήκαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου.

Δεύτερη φορά, όταν στήριξαν τον Γ. Παπανδρέου να γίνει κυβέρνηση το 1965 και η ήττα ήρθε όταν η αριστερά γύρισε την πλάτη στο κίνημα των Ιουλιανών που έθετε ζήτημα εξουσίας.

Η τρίτη φορά που τέθηκε το ζήτημα, ήταν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου που έφτασε στο ανώτατο όριο ο ξεσηκωμός, φάνηκε η ανυπαρξία επαναστατικής γραμμής της αριστεράς. Είχαμε βέβαια και το δράμα της αριστεράς το 1989.

Στις ιστορικές αυτές στιγμές η αριστερά δεν τόλμησε να θέσει θέμα εξουσίας. Ακόμα και το 1949 με τον ηρωικό ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, την ανώτερη μορφή της ταξικής πάλης, έθετε θέμα ομαλής δημοκρατικής μετάβασης.

Υποστηρίζω την άποψη ότι και σήμερα η αριστερά στο σύνολό της δεν τολμά να αντιμετωπίσει το ζήτημα της εξουσίας και από τη σκοπιά αυτή να δει και το ζήτημα της κυβέρνησης.

Το ΚΚΕ το θέτει, ως λαϊκή εξουσία, αλλά το θέτει για να φύγει από τον άμεσο στόχο της αντικαπιταλιστικής πάλης και ανατροπής της αντεργατικής επίθεσης και ιδού οι συνέπειες για το κίνημα στις επιστρατεύσεις καθηγητών, ΜΕΤΡΟ κλπ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ το περιορίζει σε μια στενά διαχειριστική κοινοβουλευτική διαδικασία. Αν δεν υπάρξει μια άλλη απάντηση, σύγχρονη επαναστατική, θα έχουμε άλλη μια τραγωδία για το κίνημα και την αριστερά.

Θα τεθεί όμως, όπως έχει τεθεί κι άλλες φορές, γιατί στη χώρα μας ο ταξικός αγώνας συμπυκνώνεται απότομα και γίνεται πολιτικός. Αυτό δεν το καταλαβαίνει σε βάθος η αριστερά. Η αστική τάξη το ’χει καταλάβει και κάθε φορά επιτίθεται και τσακίζει το κίνημα μόλις αυτό πάει να σηκωθεί και να απειλήσει την εξουσία της. Αυτό έχει ξεκινήσει και σήμερα.

Ο εμφύλιος δεν ξεκίνησε απλώς το ’46. Ξεκίνησε ο μονομερής εμφύλιος το ’42 όταν αναπτυσσόταν το εαμικό κίνημα.

Η χούντα δεν έγινε ξαφνικά το ’67. Ξεκίνησε και στήθηκε το ’64-’65 και η αριστερά δεν το αντιμετώπισε.

Σήμερα, οι “από πάνω” έχουν κηρύξει τον πόλεμο στους “από κάτω’. Κοινωνικός πόλεμος που δεν έχει ξαναγίνει από τον εμφύλιο. Είναι η κανιβαλική αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, για να ξεπεράσει την κρίση του, σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η βασική του πλευρά είναι η κοινωνική, αυτά που ζούμε γίνονταν μόνο σε παγκόσμιους πολέμους. Η πολιτική πλευρά είναι ένα είδος νέου εμφυλίου στον οποίο ηγείται ο Σαμαράς εκπροσωπώντας την αστική τάξη, παίζοντας με όλες τις δυνάμεις από τις παρακρατικές ως αυτές του βαθέως κράτους. Και σ” αυτό κι εμείς της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που το θέτουμε, νομίζω ότι δεν το χουμε κατανοήσει σε βάθος. Εάν οποιαδήποτε συλλογικότητα, πιστεύει πραγματικά σε μια λογική εργατικής εξουσίας και διακυβέρνησης, πρέπει να δει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει σήμερα η ανατροπή της επιδρομής κεφαλαίου- ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων.

Δεν φταίει ο λαός, όπως λένε ορισμένοι, που δεν κάνει κίνημα ανατροπής και επομένως να βάλουμε στόχο να γίνουν εκλογές και να βγει μια κυβέρνηση. Ο λαός βγήκε στις απεργίες, στις πλατείες, στο Σύνταγμα.

Εάν η αριστερά έβγαινε όλη στο Σύνταγμα, σύσσωμη, έξω από τη Βουλή, κι έβαζε θέμα επιτροπών και βουλής των “κάτω”, δεν θα μπορούσε να γίνει ανατροπή κυβέρνησης και αντιλαϊκής πολιτικής;

Στο Μετρό δεν έπρεπε να είναι όλη η αριστερά και να το στηρίξει για να σπάσει η επιστράτευση; Για να μην πω για την προδοσία των καθηγητών. Και για την εχθρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι καθεστωτικές δυνάμεις της αριστεράς διότι τους έβγαλαν από τη βολή τους.

Πρέπει κατά τη γνώμη μας, να ξεκινήσουμε ως κίνημα και αριστερά ένα ανένδοτο πολιτικό αγώνα για να ανατρέψουμε αυτή την κανιβαλική πολιτική της αστικής τάξης και της ΕΕ που καταστρέφει τους εργαζόμενους και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Τώρα. Όχι με την κήρυξη πολιτικής ανυπακοής που λέει ο Τσίπρας, στην επόμενη επιστράτευση. Ούτε με ανάθεση στη λαϊκή συμμαχία του ΚΚΕ. Μπορεί να ανατραπεί η αντιλαϊκή πολιτική και κάθε κυβέρνηση που την εφαρμόζει όχι με απλή  κοινοβουλευτική διαδικασία. Αλλά με πολιτικό μαζικό αγώνα και με μια άλλη αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά.

Οι δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές,  υπάρχουν και διαμορφώνονται νέες. Αυτή είναι η έννοια της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Μια τέτοιου τύπου ανατροπή δεν τη  φαντάζομαι καθόλου ως μια ομαλή κοινοβουλευτική διαδικασία. Μπορεί να αρχίσει ένα ντόμινο ανατροπών στην Ελλάδα και σ’ όλη την Ευρώπη, ξεσηκωμού κι επαναστατικών διαδικασιών, ώστε να σπάσει η φυλακή και η επίθεση του κεφαλαίου, των κομμάτων του και της ΕΕ. Στην σύγκρουση αυτή θα προκύψουν και αστικές ρεφορμιστικές και αριστερές ρεφορμιστικές κυβερνήσεις.

Εμείς επιλέγουμε να εκπροσωπούμε εκείνο το κίνημα και την αριστερά, η οποία θα πάει την υπόθεση μέχρι τέλους, μέχρι το “ποιός ποιόν» και γι αυτό θα αξιοποιεί τις ταλαντεύσεις μιας αστικής κυβέρνησης, περισσότερο τις αντιφάσεις μιας αριστερής κυβέρνησης στην οποία μπορεί να συμμετέχουν και συναγωνιστές μας. Εμείς δεν θα συμμετέχουμε. Θα παλεύουμε να εκπροσωπούμε το επαναστατικό κίνημα που με τα δικά του όργανα θα διεκδικήσει και θα επιβάλλει την εξουσία των εργαζομένων για να ανοίξει ο δρόμος της κοινωνικής, της κομμουνιστικής απελευθέρωσης .

 

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Οι καιροί διψούν για Αριστερά - Εννέα θέσεις για τα άμεσα καθήκοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλων των δυνάμεων που πρέπει άμεσα να συγκροτήσουν το αντικαπιταλιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής [του Πάνου Παπανικολάου]

  • May 28, 2013
  • Σχετικά με την κυβέρνηση υλοποίησης του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [του Γιώργου Ρούση]

    • May 28, 2013
  • ΤΕ Χίου: Παρατηρήσεις επί των θέσεων της συνδιάσκεψης

    • May 28, 2013
  • Αποφάσεις Συνέλευσης ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μαγνησίας πάνω στις Θέσεις της Β' Συνδιάσκεψης

    • May 28, 2013
  • Κριτικές σημειώσεις πάνω στις Θέσεις της ΚΣΕ για την Β' Πανελλαδικη Συνδιασκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [Του Σταμάτη Χονδρογιάννη]

    • May 28, 2013
  • Δευτέρα 27 Μαΐου 2013


     



    Η 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α  πραγματοποιείται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι για τα δικαιώματα των εργαζομένων και το μέλλον της νέας γενιάς.

    Τρία χρόνια με τρία Μνημόνια, ζούμε τη συνεχή κατακρήμνιση μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών, τη συνεχή απογείωση της ανεργίας, της εργοδοτικής ασυδοσίας και της φορομπηξίας, τη συντριβή των υπολειμμάτων του «κράτους πρόνοιας» και την επέλαση της κρατικής τρομοκρατίας, το γενικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τη μετατροπή όλης της Ελλάδας σε μια Ειδική Οικονομική Ζώνη (Ε.Ο.Ζ.) υπερεκμετάλλευσης και περιβαλλοντικής καταστροφής, με έτοιμη «συνταγή», που έφερε από την Κίνα ο Σαμαράς! Όλα αυτά συγκροτούν την αστική προσπάθεια διεξόδου από τη βαθιά και δομική, ιστορικών διαστάσεων, καπιταλιστική κρίση σε βάρος των εργαζομένων. Με στόχο τη ριζική - αντεπαναστατική αλλαγή όλων των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών υπέρ του κεφαλαίου.

    Σε προηγούμενες περιόδους στην κρατική προπαγάνδα περί «ανάπτυξης» απαντούσαμε με το γνωστό «όταν ευημερούν οι δείκτες και οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι». Τώρα που δυστυχούν και οι αριθμοί (ανεργία 30%, ανασφάλιστη εργασία 40%, πτώση του Α.Ε.Π. 25% κ.ά.) γίνεται φανερό ότι με τις «συνταγές σωτηρίας» Μνημονίων - Κυβερνήσεων - ΕΕ - ΔΝΤ οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, όχι απλώς δυστυχούν. Στην κυριολεξία εξανδραποδίζονται, καταστρέφονται, οδηγούνται σε εξαθλίωση και σε γενοκτονία. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που επιβάλλει και απαιτεί σοβαρότητα, άλλη ποιότητα και άλλους ρυθμούς παρέμβασης από το Εργατικό Κίνημα και την Αριστερά για την άμεση ανατροπή της!

    Η πρωτοφανής σε βαρβαρότητα αντιλαϊκή επίθεση Κυβέρνησης - ΕΕ - Κεφαλαίου, μας φέρνει αντιμέτωπους με κρίσιμα ερωτήματα και διλήμματα:

    Θα συνεχίσει η αναντιστοιχία ανάμεσα στη σφοδρότητα της επίθεσης και στους ρυθμούς ταξικής ανασυγκρότησης του Εργατικού Κινήματος; Θα συνεχίσει η κυριαρχία του «κοινωνικού αυτοματισμού» και του αποσυντονισμού των αγώνων; Ή θα συμβάλουμε να προωθηθεί έμπρακτα η αγωνιστική αλληλεγγύη και ο αγωνιστικός συντονισμός όλων των μαχόμενων τμημάτων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, η ανατρεπτική κοινή δράση της μαχόμενης Αριστεράς, συνολικά η συγκρότηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης και της «συντεχνίας» της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ, που την προωθεί;

    Η μαζική λαϊκή πάλη για την επιβίωση και την ανατροπή θα συνθλιβεί ανάμεσα στις μυλόπετρες του διαχειριστικού κυβερνητισμού (της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ) και του, ακίνδυνου για το σύστημα, πρωτόγονου σεχταρισμού (της ηγεσίας του ΚΚΕ); Ή θα συμβάλουμε πολιτικά και προγραμματικά, ώστε η μαζική λαϊκή πάλη να υψωθεί σε ένα συνολικό αντίπαλο δέος απέναντι στην αστική πολιτική, με μια συμμαχία όλης της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής και αντιΕ.Ε αριστεράς ανοίγοντας το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, ώστε ο πλούτος και η εξουσία να περάσει στα χέρια των εργαζομένων.

    Θα μείνουν βαλτωμένα τα πράγματα και οι συσχετισμοί της ανεπάρκειας και της αυτάρκειας στην Αριστερά; Ή θα συμβάλουμε αποτελεσματικά (με κοινό μετωπικό σχέδιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στη συγκρότηση του τρίτου πόλου μιας μεγάλης μετωπικής Αντικαπιταλιστικής - Επαναστατικής Αριστεράς, που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί σημαντικό πρώτο βήμα κατάκτησης και προώθησής της;

    Η 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα απαντήσει θετικά σ΄ αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, αν βαθύνει το προγραμματικό κεκτημένο της και την στρατηγική της ενότητα, αν προωθήσει κοινή μετωπική πολιτική στην κατεύθυνση του τρίτου πόλου της Αριστεράς, αν κατακτήσει ανώτερη δημοκρατική συγκρότηση και λειτουργία και ισότιμο ρόλο των χιλιάδων αγωνιστών της.

    Η τοπική επιτροπή Πρέβεζας της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥΑ ολοκλήρωσε τις προσυνεδριακές της διαδικασίες, υπερψήφισε κατά πλειοψηφία την εισήγηση της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής, εξέλεξε ομόφωνα τους αντιπροσώπους για τη συνδιάσκεψη (με κριτήριο την έκφραση όλων των απόψεων στις διαδικασίες της συνδιάσκεψης). Τέλος εκλέχτηκε νέο συντονιστικό γραφείο.  

     

     συντονιστικό γραφείο της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α Πρέβεζας

    Κυριακή 26 Μαΐου 2013

    Νίκος Γουρλάς  -                Γιάννης Καραχάλιος  -        Πέτρος Παπακωνσταντίνου     -     Δημήτρης    Τσίτκανος.Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βαδίζει προς τη 2η συνδιάσκεψή της σε μια κρίσιμη συγκυρία, επιδείνωσης των κοινωνικών συσχετισμών και των πολιτικών προοπτικών. Στο χρόνο που μεσολάβησε από τις περσινές, διπλές εκλογές, το μεγάλο, λαϊκό ρεύμα που πυροδότησαν η κρίση και τα Μνημόνια και που είχε φτάσει, κάποιες στιγμές, στο χείλος πραγματικής εξέγερσης, υποχώρησε σε βαθμό που να βρίσκεται επί θύραις ο κίνδυνος να εμπεδωθεί στις λαϊκές συνειδήσεις μια ιστορική ήττα της εργασίας και της Αριστεράς.
     Δύο πρόσφατες εξελίξεις- ορόσημο μιλούν από μόνες τους: Η πλήρης κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων- έτσι που το μόνο «εγγυημένο» δικαίωμα να είναι ο μεικτός μισθός των 586 ευρώ-, μια ιστορική οπισθοδρόμηση, που πέρασε χωρίς καμία αξιόλογη αντίσταση. Και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στα δημόσια σχολεία χωρίς ουσιαστικές απώλειες για την κυβέρνηση, ύστερα από το προκλητικό ξεπούλημα της απεργίας των εκπαιδευτικών από το σύνολο των ηγεσιών των κοινοβουλευτικών κομμάτων- από την κάθε μία με το δικό της τρόπο και στο δικό της χρόνο.
    Σ’ αυτό το φόντο, προχωράει με κινηματογραφική ταχύτητα η επιχείρηση δραματικής μείωσης του κόστους εργασίας, μεταφοράς του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στα ίδια τα λαϊκά στρώματα και εκφυλισμού της εργατικής τάξης σε ασπόνδυλη, ανοργάνωτη μάζα, χωρίς δίκτυα ενότητας και αλληλεγγύης. Στο βαθμό που θα εμπεδώνεται αυτή η «νέα τάξη πραγμάτων», θα σταθεροποιείται το αστικό μπλοκ και η τρικομματική κυβέρνηση που σήμερα διαχειρίζεται τις τύχες του υπό την άμεση καθοδήγηση των Ράιχενμπαχ και Φούχτελ. Το παράθυρο της ιστορικής ευκαιρίας που μισάνοιξε στις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς η τρομερή κρίση των τελευταίων χρόνων, κινδυνεύει να κλείσει.
    Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων δεν είναι μοιραία και αναπότρεπτη. Κάτω από την άσφαλτο της απόγνωσης, κυλάει μια θάλασσα λαϊκής οργής, που ζητάει απεγνωσμένα διέξοδο προς το φως. Η καπιταλιστική οικονομία, στην Ελλάδα, στην ευρωζώνη και στον κόσμο, απέχει πολύ από το να έχει σταθεροποιηθεί και το κοινωνικό τοπίο είναι ακόμη πιο δύσκολο να ελεγχθεί πλήρως αφού και στην καλύτερη, για το κεφάλαιο, των περιπτώσεων δεν θα προκύψει παρά μια άκρως ασταθής «ανάκαμψη» με διατήρηση της μαζικής ανεργίας και ανέχειας. Η άτακτη υποχώρηση των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ στην πίεση του κεφαλαίου, όσο κι αν ανταμείβεται από την αστική τάξη, θα πληρώνεται με την πολιτική ή και εκλογική τους συρρίκνωση και από ολοένα και βαθύτερα ρήγματα στο εσωτερικό τους. Οι ψίθυροι του σήμερα θα γίνουν οι κραυγές του αύριο: Ξυπνήστε, αλλάξτε πορεία, μην καταδικάζετε τον κόσμο και τα κινήματα να πηγαίνουν σαν πρόβατα επί σφαγή- ή αδειάστε μας τη γωνιά!
    Παρά την πρωτοπόρα συμβολή της στους λαϊκούς αγώνες και στην επεξεργασία της λογικής του μεταβατικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της κρίσης- κάτι που είχε γενικότερη επίδραση στο χώρο της Αριστεράς- η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαθέτει σήμερα την κρίσιμη μάζα για να αλλάξει από μόνη της τη φορά των πραγμάτων, στο κίνημα και την Αριστερά. Μπορεί, ωστόσο, να παίξει ρόλο καταλύτη, γαλβανίζοντας πρωτοπόρες δυνάμεις κοινωνικών και πολιτικών αγωνιστών, με αντίκτυπο και στα μεγάλα, αριστερά κόμματα, τα οποία εκφράζουν- με ρεφορμιστικό τρόπο- τον βασικό όγκο του κόσμου της εργασίας. Να δημιουργήσει σχέσεις αλληλεγγύης και να επιδράσει θετικά σε τμήματα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ που κινούνται προς ριζοσπαστικές κατευθύνσεις και χωρίς την ενεργητική συμμετοχή των οποίων όχι μόνο η ανατροπή των Μνημονίων και της κυβέρνησης, αλλά και αυτή η συγκρότηση σχετικά μαζικού, επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης θα παραμείνει μάταιος πόθος.
    Αυτή την  πολιτική  στόχευση  εξυπηρετεί η λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου, την οποία προτείνουμε. Ενιαίο μέτωπο δεν σημαίνει κεντρική πολιτική συμμαχία με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ- ούτε καν εκλογική συμμαχία- κάτι για το οποίο προφανέστατα δεν υπάρχουν στοιχειώδεις στρατηγικοί, προγραμματικοί και πολιτικοί όροι. Αλλά και δεν περιορίζεται σε αποσπασματικές κινηματικές πρωτοβουλίες, κατά βάση οικονομικών διεκδικήσεων «από τα κάτω», σε επί μέρους χώρους, σε μια εποχή όπου και η πιο μικρή διεκδίκηση φέρνει το κίνημα αντιμέτωπο με το σύνολο των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος, θέτοντας επί τάπητος το θέμα της κυβέρνησης και της εξουσίας.
    Ενιαίο μέτωπο, στη σημερινή συγκυρία εξαιρετικής συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα την ανάληψη μεγάλων αγωνιστικών, λαϊκών πρωτοβουλιών με κεντρική πολιτική στήριξη- από το σύνολο του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ στο βαθμό που μπορούν να «συρθούν» σε μια τέτοια κατεύθυνση ή  από μεγάλα κομμάτια τους, με αντίκρισμα στο μαζικό κίνημα, σε διαφορετική περίπτωση. Οι μορφές αυτών των πρωτοβουλιών- συλλαλητήρια, εκστρατείες ανυπακοής και μη πληρωμής χαρατσιών, απεργίες κ.α.- θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο σοβαρής συζήτησης, ανάλογα με την πορεία των εξελίξεων. Άμεσα, πιστεύουμε ότι πρέπει να αναληφθεί πρωτοβουλία για μια πρώτη «αντεπίθεση» του κινήματος, που θα προετοιμαστεί συστηματικά το καλοκαίρι και θα εκδηλωθεί το Σεπτέμβριο, με αιχμή τον συντονισμό των τριών επιστρατευμένων «μέχρι νεωτέρας» κλάδων- ΜΕΤΡΟ, ναυτεργάτες, εκπαιδευτικοί-αλλά και τους εργαζόμενους στην ενέργεια και τους Δήμους, που θα βρεθούν πολύ σύντομα στο μάτι του κυκλώνα.
    Σημαντική συμβολή μπορεί  να  έχουν ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων( με  μαζικοποίηση και ενίσχυση της δράσης του) καθώς και η δυναμική παρουσία μιας Ανεξάρτητης Ταξικής  Εργατικής Κίνησης για ολόπλευρο  επανεξοπλισμό  των μαχόμενων εργατικών δυνάμεων.
    Παράλληλα, απαιτείται  επειγόντως κατά τη γνώμη μας  μια τολμηρή πολιτική παρέμβαση, μια υπέρβαση της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το σχηματισμό ενός ευρύτερου πόλου της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς. Οι δυνάμεις με τις οποίες μπορούμε να συναντηθούμε άμεσα είναι το «Σχέδιο Β», ο «Εργατικός Αγώνας», η Κομμουνιστική Ανασύνταξη και ανεξάρτητοι αριστεροί αγωνιστές, οι οποίοι  διαφοροποιούνται από το δρόμο που ακολουθούν οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Παρά τις υπαρκτές διαφορές με αυτές τις δυνάμεις σε θέματα φυσιογνωμίας και στρατηγικής, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει στα μάτια πρωτοπόρων αριστερών αγωνιστών τους μοναχικούς δρόμους δυνάμεων που συμφωνούν σε όλα τα επίμαχα ζητήματα της τόσο κρίσιμης συγκυρίας, από τα Μνημόνια μέχρι το ευρώ και την Ε.Ε  και έχουν κοινό ορίζοντα τον σοσιαλισμό, ως κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Μάλιστα, θα βρισκόμαστε σε αρκετά καλύτερη κατάσταση, ως αντικαπιταλιστική Αριστερά, αν μια τέτοια μετωπική συνεργασία είχε γίνει πραγματικότητα- όπως υπήρχαν δυνατότητες, τουλάχιστον με τις δυνάμεις του «Σχεδίου Β»- πριν τις διπλές εκλογές του 2012.

    Ασφαλώς, υπάρχει ζήτημα όρων και προϋποθέσεων για μια τέτοια συνεργασία- αρκεί αυτό το ζήτημα να μην τίθεται προσχηματικά, για να τορπιλιστεί η ίδια η δυνατότητα της συνεργασίας ή προτάσσοντας, κάποτε με αγενή τρόπο, ζητήματα που αφορούν τη μία ή την άλλη πολιτική προσωπικότητα. Τα υπαρκτά ζητήματα πρέπει να τεθούν με συντροφικό, ειλικρινή τρόπο ακριβώς για να ξεπεραστούν με αμοιβαίες υπερβάσεις, στο έδαφος του κοινωνικά αναγκαίου και του πολιτικά δυνατού. Για παράδειγμα, ο νέος πόλος δεν θα πρέπει να καταγραφεί  ως «μονοθεματικό» αντι- ευρώ κόμμα (ή, ακόμη χειρότερα, ως «κόμμα της δραχμής»), αλλά να προβάλει μια συνολική, αριστερή, αντικαπιταλιστική απάντηση στο σύνολο των κοινωνικών, δημοκρατικών και εθνικών ζητημάτων που απασχολούν τα εργαζόμενα στρώματα. Δεν πρέπει επίσης να καταγραφεί ως αντι- ΣΥΡΙΖΑ ή αντι- ΚΚΕ, αντι- Τσίπρας ή αντι- Κουτσούμπας, αλλά ως η Αριστερά του αγώνα και της νίκης που χρειάζονται οι εργαζόμενοι και ονειρεύονται πολλοί αγωνιστές. Τελευταίο στη σειρά, αλλά όχι στη σημασία, δεν πρέπει να εμφανιστεί ως «ένα κόμμα σαν τα άλλα», αστερισμός προσωπικοτήτων και παραγόντων, αλλά ως συμπαράταξη κοινωνικών αγωνιστών, αγκυρωμένη σε βασικούς κλάδους και χώρους, με ιδιαίτερα ισχυρή τη συμμετοχή νέων ανθρώπων όχι μόνο στην αφισοκόλληση, αλλά και στην κεντρική πολιτική και επικοινωνιακή της παρουσία.
    O βασιλιάς είναι γυμνός: Σημείωμα για το σύγχρονο ιμπεριαλισμό, το πρόγραμμα, το μέτωπο, την εξουσία.
     
    του Χρίστου Τουλιάτου
    μέλους της ΤΕ Ζωγράφου, μέλους του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
     

    Το παρόν κείμενο γράφεται στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου εν όψει της Β΄ Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λίγο αργοπορημένα σε σχέση με τη θέληση του γράφοντος λόγω εργασιακών και πολιτικών υποχρεώσεων. Αυτή η αργοπορία παρ’όλα αυτά με έφερε στην ευχάριστη θέση να έχω υπόψη μου γράφοντάς το τα υπόλοιπα κείμενα που έχουν έως τώρα κατατεθεί, αλλά και μεγάλο μέρος της συζήτησης που διεξάγεται στις τοπικές και κλαδικές επιτροπές πανελλαδικά. Και λέω «ευχάριστη» ακριβώς επειδή ο έως τώρα διάλογος και η συζήτηση αποδεικνύονται πιο ώριμοι από τη συζήτηση που διαφαινόταν ότι θα γίνει με βάση μία στατική εκτίμηση των τοποθετήσεων των οργανωμένων δυνάμεων και μόνο. Φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται το βασικό επιχείρημα όλων των συντρόφων που υποστηρίζουμε από την Α’ Συνδιάσκεψη τη λογική της «ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών» και μάλιστα όχι απλώς διακηρυκτικά, αλλά στην πράξη με τις αναγκαίες πρακτικές δικλείδες που αυτό απαιτεί. Ότι δηλαδή θα σπάσει τα στεγανά της διαμεσολαβημένης συζήτησης μόνο μέσω των οργανώσεων, θα ωθήσει την (οργανωμένη και ανένταχτη) βάση να εκφραστεί αυτοτελώς, θα δημιουργήσει πιο πλούσιο και συντροφικό διάλογο, θα επιταχύνει αναγκαίες συγκλίσεις και συνθέσεις. Θα είναι δηλαδή μία πραγματικά ανασυνθετική διαδικασία που θα συμβάλλει στο βάθεμα των πολιτικών και οργανωτικών κεκτημένων και την ουσιαστική ενιαιοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρήσω να συμβάλλω σε κάποια κρίσιμα κατά τη γνώμη μου ζητήματα.

    Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και  η θέση της Ελλάδας

    Το κείμενο των Θέσεων αποτελεί σημαντικό προχώρημα στο κομμάτι ανάλυσης της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, της συγκυρίας και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων διεθνώς και στην ΕΕ, και μάλιστα με συμπυκνωμένο και πιο εύληπτο τρόπο από το συνήθη βερμπαλισμό του χώρου μας. Παρ' όλα αυτά, είναι εμφανές ότι υπάρχει ένα όριο που δεν μπορεί να υπερβεί και λόγω των διαφορετικών αντιλήψεων εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το κείμενο αδυνατεί εμφανώς να τοποθετηθεί για το χαρακτήρα του σημερινού ιμπεριαλισμού και επακολούθως και για τη θέση της Ελλάδας εντός του. Κατανοώ ότι δεν είναι ώριμο το μετωπικό σχήμα μας να έχει ενιαία έκφραση σε αυτό το ζήτημα τώρα, αλλά θεωρώ ότι αυτή η έλλειψη θα είναι ολοένα και πιο πιεστική και οφείλουμε κάπως να αναμετρηθούμε με το ερώτημα μίας κοινής τοποθέτησης. Και αυτό επειδή η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία βάση για την κατάληξη σε αναγκαία πολιτικά προγραμματικά σημεία. Και ακριβώς για αυτό έχει ανοίξει ξανά με έντονο τρόπο στο σύνολο της αριστεράς (βλ. εσωτερικό διάλογο ΚΚΕ & ΣΥΡΙΖΑ). Η ίδια η συγκυρία των μνημονίων, της Τρόϊκας, της εμφανούς πλέον ανισομέρειας ισχύος μεταξύ ισχυρών αστικών τάξεων και της ελληνικής αστικής τάξης δημιουργεί ερωτήματα και κάμπτει τις παλιές βεβαιότητες συντρόφων για τον “ισχυρό ελληνικό καπιταλισμό”. Πέρα λοιπόν από τις ακραίες τοποθετήσεις αφενός περί ισχυρής και συγκρίσιμης με άλλες ευρωπαϊκές (ακόμα και σήμερα!) αστικής τάξης μας και αφετέρου περί πλήρους εξαρτημένης αστικής τάξης και χώρας από το διεθνή ιμπεριαλισμό, οφείλουμε να αναζητήσουμε μία σύγχρονη πιο διαλεκτική ανάλυση.
    Ισχυρίζομαι ότι το σχήμα της ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης αποτυπώνει πιο διαλεκτικά την πραγματικότητα και της σχετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδος που παραμένει μία χώρα ενδιάμεσου καπιταλιστικού επιπέδου ανάπτυξης, αλλά και την υπαρκτή υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στη συγκυρία της κρίσης και την σαφή ανισομέρεια ισχύος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Δεν υπερτιμά ούτε υποτιμά τον ελληνικό καπιταλισμό και φυσικά απαιτείται περαιτέρω μελέτη σε αυτό το ζήτημα που δυστυχώς απουσιάζει αρκετά από το διάλογο και τις έρευνες του ελληνικού μαρξισμού, που παραμένει δέσμιος των παραπάνω ακραίων σχημάτων (π.χ. ο Γ.Μηλιός και η παλιότερη εκδοχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού υπερτιμούν την ελληνική καπιταλιστική ανάπτυξη, η μειοψηφία του ΚΚΕ, το μ-λ ρεύμα και εν μέρει και το Αριστερό Ρεύμα την υποτιμούν).
    Τα παραπάνω δεν αναφέρονται ως θεωρητική αναζήτηση, αλλά ως αναγκαία πολιτική βάση για κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα. Ενδεικτικά παραθέτω:
    - Ορθά λέμε στις Θέσεις ότι το μέγεθος του πλασματικού κεφαλαίου είναι δεκαπλάσιας τάξης μεγέθους από το πραγματικό παραγόμενο ΑΕΠ παγκόσμια. Πώς λοιπόν θα εκκαθαριστεί εντός της κρίσης τέτοιο μέγεθος υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου; Με απλές χρεοκοπίες επιχειρήσεων, κρατών, δανειολήπτών και “αναδιαρθρώσεις” χρέων; Ορθά λέμε σε δύο σημεία εντός άλλων θέσεων ότι το ενδεχόμενο πολεμικών συγκρούσεων είναι υπαρκτό. Πιστεύω ότι σε μεσοπρόθεσμο χρόνο (που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε) το ενδεχόμενο αναβαθμισμένων περιφερειακών πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και πιο γενικευμένης σύρραξης δεν είναι καθόλου αμελητέο δεδομένου ότι εντός της κρίσης κάποιες δυνάμεις αναβαθμίζονται σχετικά οικονομικά (BRICS), αλλά και στρατιωτικά (Κίνα, Ρωσία). Και διάφορες εμπορικές και νομισματικές συμφωνίες μεταξύ τέτοιων χωρών (π.χ. Κίνα-Ινδία) δεν είναι τυχαίες. Όπως διόλου τυχαία το βάρος του γεωστρατηγικού σχεδιασμού των ΗΠΑ μετατοπίστηκε επίσημα από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό Ωκεανό. Συνεπώς, θα αναλογούσε μία ολόκληρη θέση που να εκτιμά αυτό το ενδεχόμενο με τη σοβαρότητα που του αντιστοιχεί. Όπως , επίσης, και μία τοποθέτηση για τη στάση των επαναστατών στα διάφορα ενδεχόμενα πολέμων που μπορούν να προκύψουν (δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι κατά τη λενινιστική ανάλυση πέρα από δογματικά σχήματα σοσιαλσωβινισμού και ντεφετισμού κλπ.).
    - Ποιά είναι η θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα; Με βάση τα παραπάνω θεωρώ ότι είναι μία χώρα ενδιάμεσης καπιταλιστικής ανάπτυξης σε τροχιά υποβάθμισης εντός της κρίσης.
    - Υπάρχει σχετική αυτοτέλεια αντιμπεριαλιστικών στόχων όπως η υπεράσπιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και το ζήτημα της δημοκρατίας; Σε μία συγκυρία, μάλιστα, που αυτά πλήττονται βάναυσα από την ελληνική αστική τάξη υπό την πίεση και των ξένων ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων που λειτουργούν αφενός ως μοχλός πειθάρχησης για την αναδιάρθρωση συνολικά του ελληνικού καπιταλισμού και ειδικότερα της ελληνικής εργατικής τάξης αφετέρου και για τα ιδιοτελή συμφέροντά τους (που έκαναν μέχρι και έλληνες τραπεζίτες-μεγαλοεκδότες όψιμα και δειλά “αντιμνημονιακούς” όταν αντιλήφθηκαν ότι μπορεί να τους πάρουν τις τράπεζές τους γαλλογερμανικά κεφάλαια). Η πολιτική οικονομία του χρέους έχει μία εξωτερική ομοιότητα στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και στο επίπεδο ενός ολόκληρου κράτους. Ο τραπεζίτης (μεμονωμένος ή ισχυρότερο κράτος ή ένωση κρατών) λειτουργεί ως “εξωτερικός εργοδηγός” της διαδικασίας παραγωγής πιέζοντας εξωτερικά για την αναδιάρθρωση και επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης (για να είναι δηλαδή το Χ' επαρκές από άποψη ποσοστού κέρδους στη γνωστή αλυσίδα Χ-Ε-Χ').
    - Η ανάγκη έκφρασης και τέτοιων αιτημάτων ήταν έκδηλη στην περίοδο π.χ. του κινήματος των πλατειών όπου αποδεσμευόταν μαζικά κόσμος του δικομματισμού. Για πόσο ακόμα θα είμαστε δέσμιοι “διεθνιστικών”-κοσμοπολίτικων θεωρήσεων (που ενδημούν από την αναρχία έως το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ πλέον) που πιστεύουν ότι αυτά είναι απλά δείγμα “μικροαστισμού” και “εθνικισμός”; Έτσι, το μόνο που θα καταφέρνουμε είναι να γίνεται αυτό αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Δεν θα μιλάμε για αυτά, θα εκχωρείται χώρος σε πατριδοκάπηλες φωνές και τελικά το σχήμα αυτό θα (θεωρεί ότι) επιβεβαιώνεται κυκλικά...
    - Ποιές είναι οι κοινωνικές συμμαχίες που απαιτούνται για τη σύγχρονη αντιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική πάλη; Υπάρχει “εθνική αστική τάξη” που μπορεί να αντιταχθεί στον ξένο ιμπεριαλισμό; Επειδή θεωρώ ότι δεν υπάρχει τέτοια μερίδα αστικής τάξης (κάτι στο οποίο θα επανέλθω παρακάτω) είναι σαφές ότι η σύγχρονη αντιμπεριαλιστική και εν δυνάμει αντικαπιταλιστική κοινωνική συμμαχία είναι η συμμαχία της εργατικής τάξης (βιομηχανικής, υπηρεσιών, νεότερων επισφαλώς εργαζόμενων, μετανάστες), των ολοένα πιεζόμενων προς μισθωτοποίηση ή/και προλεταριοποίηση κλασικών και νέων μικροαστικών στρωμάτων, των εργατών γης και των μικροκαλλιεργητών, της νεολαίας και της ριζοσπαστικής διανόησης. Επειδή η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη από απλοϊκά σχήματα που αναφέρονται μόνο στο κεφάλαιο και την εργασία, απαιτείται αφενός μία σύγχρονη απόπειρα συγκεκριμένης ανάλυσης των τάξεων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού αφετέρου το να ξεφύγουμε από απλοϊκά σχήματα ότι “αφού η κρίση είναι καπιταλιστική, τότε η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καθαρά αντικαπιταλιστική”.
    - Ποιό είναι, λοιπόν, το σύγχρονο αντιμπεριαλιστικό και (εν δυνάμει) αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα που απαιτείται για τη συγκέντρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της επιδιωκόμενης κοινωνικής συμμαχίας; Που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη της εποχής και της συγκυρίας, αλλά και στο σημερινό επίπεδο συνείδησης των μαζών και τον υπαρκτό συσχετισμό δύναμης;
    Για το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα
    Με βάση τα παραπάνω, εκτιμώ ότι ορθά έχουμε οριοθετήσει το σύνολο των σημείων που περιγράφουμε για το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ, τις εθνικοποιήσεις, την αναδιανομή και τον εργατικό έλεγχο ως το αναγκαίο περιεχόμενο που συμπυκνώνει μία σύγχρονη αντιμπεριαλιστική και εν δυνάμει αντικαπιταλιστική στρατηγική. Το χρέος (σε παγκόσμιο επίπεδο) και η φυλακή της ΟΝΕ και της ΕΕ (για τις πιο αδύναμες χώρες-μέλη) λειτουργούν ως μοχλοί ιμπεριαλιστικής επιβολής σήμερα στους επι μέρους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Γενικότερα, οι θεσμοί και η διαδικασία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, μετά και την πτώση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο πειθάρχησης για τις πιο αδύναμες καπιταλιστικά χώρες και για όλες τις εργατικές και λαϊκές τάξεις (σε ισχυρές και πιο αδύναμες καπιταλιστικά χώρες). Για αυτό δεν υφίσταται σύγκρουση με το σύγχρονο ιμπεριαλισμό χωρίς σύγκρουση με το βραχνά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Για αυτό είναι αναγκαία τα αιτήματα-κρίκοι για διαγραφή του χρέους και έξοδο από ευρώ και ΕΕ.
    Για να γίνει η σύγκρουση αυτή υπό εργατική ηγεμονία, υπό τη σημαία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, πρέπει να συνοδεύεται από αιτήματα-κρίκους που συμπυκνώνουν μία διαδικασία σύγκρουσης και αλλαγής του κοινωνικού συσχετισμού προς όφελος της κοινωνικής συμμαχίας μας. Και για αυτό είναι αναγκαία τα αιτήματα εθνικοποίησης τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος (με εξειδίκευση για μισθούς-εργασιακές σχέσεις, αντιμετώπιση της ανεργίας, και τον κοινωνικό μισθό ευρύτερα σε ασφάλιση, υγεία, εκπαίδευση κλπ.). Για αυτό είναι αναγκαίο το σύνθημα και η διαδικασία του εργατικού και λαϊκού ελέγχου στην παραγωγή και την κοινωνία, για μία πραγματική δημοκρατία στην εποχή του αντιδημοκρατικού αυταρχισμού που ζούμε.  
    Και φυσικά ορθά εκτιμούμε ως ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι για να σπάσει ο φόβος, για να διεκδικηθεί το πρόγραμμα και η εργατική ηγεμονία απαιτείται ισχυρή οργάνωση του λαού με τη δημιουργία των δικών του δομών και αντιθεσμών στα επι μέρους κινήματα και συνολικά (εργατικό, τοπικά, νεολαία).
    Επειδή αυτά είναι πλέον, νομίζω, κοινός τόπος σε όλη την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό, ορθά οριοθετείται ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος ως πρόγραμμα για τη μετάβαση προς την επαναστατική στιγμή, ως πρόγραμμα συγκέντρωσης δυνάμεων που γεφυρώνει τη σημερινό επίπεδο συνείδησης με την αναγκαία σοσιαλιστική προοπτική (θέση 43). Ξεκαθαρίζεται έτσι το ζήτημα του αν αναφέρεται στη μετάβαση προς την επανάσταση ή στη σοσιαλιστική μετάβαση μετά την επανάσταση όπως λανθασμένα έχουν υποστηρίξει σύντροφοι παλιότερα. Ορθά επίσης οριοθετείται ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος ως αντιμπεριαλιστικός, αντικαπιταλιστικός με βάση την εκτίμησή μας για το βάθος της κρίσης και την αδυναμία του καπιταλισμού να το ενσωματώσει και δημοκρατικός.
    Πρέπει επίσης να ξεκαθαριστούν δύο ακόμα σημεία για το πρόγραμμα.  Για να είναι το πρόγραμμα πλατιά πειστικό απαιτείται και δουλειά εμβάθυνσης, εξειδίκευσης (ανά τομέα, κλάδο κλπ.) και τεκμηρίωσής του. Και δεν εννοώ μία στείρα “τεχνοκρατική” δουλειά ειδικών, αλλά μία διαδικασία εμπλοκής με αυτό το καθήκον ενός πλατύτερου κοινωνικού και πολιτικού δυναμικού που ενεργοποιείται στους αντίστοιχους τομείς συνδικαλιστικά, κοινωνικά, πολιτικά και θεωρητικά.  Είναι, επίσης, καιρός να ξεφύγουμε από μία άγονη αντιπαράθεση από συντρόφους που λανθασμένα υποστηρίζουν ότι μέρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει τον “τεμαχισμό” του προγράμματος ή επικεντρώνει “μονοθεματικά” σε κάποιο ή κάποια σημεία μόνο (π.χ. έξοδος απο ευρώ). Η πραγματική συζήτηση που γίνεται είναι αν θα παραμείνουμε στάσιμοι στα 4-5 σημεία (όπως είμαστε εδώ και δύο χρόνια!) ή θα τα εμπλουτίσουμε προγραμματικά και θα τα εκλαϊκεύσουμε επιτέλους. Η πραγματική συζήτηση είναι αν θα απευθυνθούμε μετωπικά στη βάση αυτών. Ας ξεπεράσουμε επιτέλους το συντηρητισμό, τον συντηρητισμό που είχαν οι ίδιες σχεδόν δυνάμεις και σύντροφοι που τώρα μιλούν για τεμαχισμό όταν αντιμετώπιζαν δογματικά ως “ρεφορμιστικά” και “ενσωματώσιμα”  τα σημερινά προγραμματικά σημεία όταν εκπονήθηκαν αρχικά από την Πρωτοβουλία Οικονομολόγων και άλλες πρωτοβουλίες.
    Ανακύπτει, επισης, συχνά το ερώτημα αν υπάρχουν μερίδες της αστικής τάξης που μπορεί να επιδιώξουν την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Το ΚΚΕ ασκεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜΑΑ αυτή την κριτική, αλλά εσχάτως και εντός ΑΝΤΑΡΣΥΑ επανήλθε ως ερώτημα (ειδικά για το ευρώ στο άρθρο του σ.Κοντομάρη στο διάλογο). Πρώτον, όποιος το πιστεύει αυτό πρέπει να διατυπώσει ανοιχτά μία εκτίμηση για το ποιές είναι αυτές. Ο σ.Κοντομάρης παρά τον προκλητικό τίτλο του άρθρου του δεν το τόλμησε. Το ΚΚΕ λέει για το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Σκεφτείτε τα πρώτα 2-3 ονόματα ελλήνων μεγαλοεφοπλιστών που γνωρίζετε. Όλως τυχαίως είναι και τραπεζίτες, αφού στην εποχή του ιμπεριαλισμού υπάρχει η σύμφυση βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Τέτοια επιχειρήματα, λοιπόν, για το “στενό” συμφέρον των εφοπλιστών καταντούν αστεία. Πέραν όμως του λάθους ακόμα και στο στενό όριο της οικονομίστικης ανάλυσης που υποτιμά τις κλαδικές διασυνδέσεις του κεφαλαίου, υπάρχει και η πολιτική και το συλλογικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον. Είναι δυνατόν η ελληνική αστική τάξη που έχει ως σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα, εδώ και πέντε δεκαετίες τουλάχιστον, το ευρωπαϊκό όραμα να το απεμπολήσει έτσι απλά; Η τελευταία χρεοκοπία Μεγάλης Ιδέας (και όχι απεμπόλησης με τη θέλησή τους) των ελλήνων αστών το 1922 έφερε αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος. Είναι άλλο ζήτημα αν υπό την πίεση των εξελίξεων αναγκαστούν να κινηθούν σε τέτοια κατεύθυνση. Σε τέτοια περίπτωση, η έξοδος από ευρώ ή/και ΕΕ θα είναι ένα νέο 1922 για την ελληνική αστική τάξη και για αυτό η αστική έκφρασή του, αν υπάρξει, θα είναι πάρα πολύ επικίνδυνη και σε αντίθεση με όλο το αστικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Συμφωνώ να έχουμε αυτό το ενδεχόμενο υπόψη. Δεν συμφωνώ, όμως, να κάνουμε συνδικαλιστικό επιχείρημα μεταξύ μας τον Κατσανέβα που ήταν πάντα πολιτικά ανύπαρκτος. Ούτε αυτά σημαίνουν ότι δεν μπορεί να είναι σημείο του μεταβατικού προγράμματός μας, και μάλιστα κεντρικό, και όχι αποκλειστικά υπό συνθήκες “λαϊκής εξουσίας” όπως λέει το ΚΚΕ. Η Ελλάδα δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα με ισχυρή παραγωγική βάση και πολιτική και οικονομική επιφάνεια όπως η Ιταλία ή η Βρετανία για να συγκρίνεται με αυτές στο ζήτημα των επιλογών της αστικής τάξης της. Δεν είναι ούτε καν Κύπρος όπου το ζήτημα του νομίσματος είναι εντελώς απενοχοποιημένο εντός της αστικής τάξης  και για αυτό δεν αποτελεί ταμπού και στο δημόσιο διάλογο όπως στη χώρα μας.   
    Για το αναγκαίο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο και το ζήτημα της εξουσίας.
    Ένα από τα βασικά σημεία που έχει επικεντρωθεί η συζήτηση σε όλα τα επίπεδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (από την ΚΣΕ έως τις συνελεύσεις) είναι το ζήτημα του μετώπου και της εξουσίας. Ποιός και πώς θα υλοποιήσει το μεταβατικό πρόγραμμα που προτείνουμε; Είναι καιρός να ολοκληρώσουμε την αντίληψή μας σε αυτά τα ζητήματα. Για την ακρίβεια έχουμε αργήσει και υπήρξαμε ανώριμοι πολιτικά, παρόλο που είμαστε ο πρώτος πολιτικός χώρος που υιοθέτησε και προπαγάνδισε το μεταβατικό πρόγραμμα κερδίζοντας κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό και παράγοντας πιέσεις στους άλλους πολιτικούς χώρους της Αριστεράς. Όσοι σύντροφοι θέσαμε (και μειοψηφήσαμε) το ζήτημα ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου και ενός αριστερού ριζοσπαστικού πολιτικού μετώπου στη βάση των αναγκαίων προγραμματικών σημείων ως ανάγκη των καιρών στην Α' Συνδιάσκεψη δεχτήκαμε πολιτική κριτική ότι μιλάμε για “παναριστερά” στο πολιτικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο π.χ. ισχυρίζεται ακόμα στο πρόσφατο άρθρο του ο σ.Καμπαγιάννης θεωρώντας τις τωρινές προτάσεις μας (αναφερόμενος στο κείμενο της Πρότασης για τη συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε ένα άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση) μετατοπισμένες πιο αριστερά. Καλό θα ήταν οι κριτικές να είναι λιγότερο σχηματικές και να τεκμηριώνεται αν ισχύει κάτι τέτοιο. Η ΑΡΑΝ από την 5η συνδιάσκεψή της [1] το Μάη του 2010 έχει περιγράψει ακριβώς τι εννοεί λέγοντας “αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο” και τη σχέση του με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι λαθροχειρίες είναι καιρός να σταματήσουν. Καλό είναι να ακούμε τι λέει ο συνομιλητής μας και να μην απαντάμε σε κάτι φαντασιακό που έχουμε προαποφασίσει εμείς για αυτόν ότι λέει. Αν, λοιπόν, εμείς επιμένουμε λέγοντας το ίδιο και οι σύντροφοι που είχαν αντιρρήσεις είναι εν μέρει πιο θετικοί τώρα, τότε αυτό απλά σημαίνει ότι άλλαξαν τα μάτια με τα οποία διαβάζουν τι λέμε και όχι αυτό που λέμε. Αν δεν ζούσαμε στη χειρότερη κοινωνική και πολιτική κρίση από το '29 θα μπορούσα να πω “ποτέ δεν είναι αργά”, αλλά δυστυχώς έχει χαθεί κρίσιμος πολιτικός χρόνος....
    Είναι κοινός τόπος πλέον σε όλη την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι απαιτείται ένα πλατύ αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής. Είναι αλήθεια ότι αυτή η διατύπωση προέκυψε από την πίεση της πολιτικής άποψης για μετωπική πολιτική στην Α' Συνδιάσκεψη, ενώ δεν υπήρχε αρχικά στις Θέσεις τότε. Παρέμεινε στην πράξη μία πρόταση κοινής δράσης στο κίνημα και ευνουχίστηκε η πολιτική του διάσταση με ευθύνη της πλειοψηφίας των (οργανωμένων) δυνάμεων της ΚΣΕ. Είναι αναγκαία λοιπόν η οργάνωση του λαού στις δικές του δομές, ο συντονισμός των δομών ανά κίνημα και τόπο και ο “συντονισμός των συντονισμών” που θα αποτελεί τον κορμό ενός αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου.  Είναι αναγκαίο και το άνοιγμα της ειδικής συζήτησης  για το τι σημαίνει πρακτικά οργάνωση του λαού και δομές δυαδικής εξουσίας στο σύνολο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ώστε να ενιαιοποιήσουμε την αντίληψή και τη δράση μας. Είναι αναγκαία και η κλαδική και περιφερειακή συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είναι αρκετά ενεργή κινηματικά (βλ. εργατικό, τοπικό και αντιφασιστικό κίνημα), αλλά οι δυνάμεις της παραμένουν συχνά ασυντόνιστες.
    Αρκεί όμως η κοινή δράση στο κοινωνικό κίνημα ή είναι εφικτές και απαιτούνται και μετωπικές πολιτικές συγκλίσεις στη βάση του αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος; Ο στόχος του αριστερού ριζοσπαστικού πολιτικού μετώπου, ενός μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, προέκυψε αφενός από την ανάγκη “η πολιτική και η στρατηγική να μπει στο τιμόνι” και αφετέρου από την εκτίμηση ότι θα προκύψουν και ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις απο το κίνημα και την υπάρχουσα αριστερά που συζητούν και συγκλίνουν πολιτικά σε αυτή την κατεύθυνση. Οι μετωπικές συγκλίσεις είναι αναγκαίες τόσο από τα κάτω (στο κίνημα) όσο και από τα πάνω (με πολιτικές πρωτοβουλίες).  Είναι αναγκαίο ένα κεντρικό πολιτικό μέτωπο που θα λειτουργήσει ως πολιτικό νεύρο του κοινωνικού κινήματος. Και, υπό αυτό το πρίσμα, είναι μικρό, αλλά άτολμο ακόμα, προχώρημα η στόχευση για μετωπική συμπόρευση των δυνάμεων που συγκλίνουν γύρω από το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Ορθά, πολλοί σύντροφοι απαιτούν μεγαλύτερους όρους πολιτικής δέσμευσης (π.χ. οι διατυπώσεις περί “αριστερής μετωπικής συμμαχίας” των σ.Αλεξίου και Γάτσιου και “μετωπικής συσπείρωσης” που προτείνονται) και συγκεκριμένη αποσαφήνιση του βηματισμού με τον οποίο θα ξεδιπλωθεί άμεσα αυτή η πολιτική πρόταση χωρίς άλλες καθυστερήσεις και παλινωδίες.
    Μπορεί, τέλος, μόνο το κοινωνικό κίνημα να υλοποιήσει το πρόγραμμα όπως συχνά λέγεται με ευκολία για να αποφύγουμε το ερώτημα της πολιτικής εξουσίας; Ορθά εκτιμούμε τις κοινωνικές προϋποθέσεις (οργάνωση λαού, δομές-αντιθεσμοί) για την εξουσία και την κυβέρνηση, ορθά εκτιμούμε ότι η κυβερνητική εξουσία αποτελεί υποσύνολο της συνολικής πολιτικής εξουσίας. Παραμένουμε όμως στη μέση του δρόμου αν δεν εξετάσουμε και το ενδεχόμενο σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης να κερδίσει εκλογικά και να διεκδικήσει και την κυβερνητική εξουσία ένα συγκροτημένο και ριζωμένο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο με πρόταγμα το μεταβατικό πρόγραμμα. Και αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως στιγμή ρήξης και σύγκρουσης με το διεθνή ιμπεριαλισμό και την εγχώρια αστική τάξη που προφανώς δεν θα κάτσουν με τα χέρια σταυρωμένα. Ας ξεφύγουμε από την απλοϊκή αντίληψη ότι θα υπάρξει απλά μία εξεγερσιακή στιγμή (ή μία σύντομη ακουλουθία τέτοιων) που θα τεθεί το ζήτημα της εξουσίας και κάπως τότε η επαναστατική πρωτοπορία θα ρίξει τα ορθά συνθήματα και θα πάρει την εξουσία. Ο Μπλανκί, αν και έντιμος αγωνιστής και επαναστάτης, πέθανε πολιτικά μαζί με την ήττα της Κομμούνας. Ας ξεφύγουμε απο τον απολίτικο κινηματισμό και την υποβάθμιση των συμμαχιών και της εξουσίας. Ο Μπορντίγκα, εξίσου έντιμος, αν και νεκρός πολιτικά για δεκαετίες νεκρανασταίνεται από το σημερινό ΚΚΕ, ας μην του δώσουμε πνοή ζωής πάλι και εμείς. Ας αναμετρηθούμε γόνιμα πλέον με την πληγή του '89 που δεν πρέπει να μας αποτρέπει εσαεί από το να εξετάσουμε από επαναστατική σκοπιά και το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Η κυβέρνηση είναι πράγματι πολιτικά φορτισμένη λέξη, αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει καν να την πούμε ή ότι πρέπει να επιχειρήσουμε να την επανανοηματοδοτήσουμε ριζοσπαστικά; Ο λαός έχει κοινοβουλετικές αυταπάτες, αυτό σημαίνει ότι θα τις “υπερβούμε” με επαναστατική φρασεολογία (αναπαράγοντάς τις εφόσον θα εκχωρούμε χώρο σε λογικές ρεφορμιστικής αριστερής κυβέρνησης και ακόμα χειρότερα “κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας”) ή ότι θα αναμετρηθούμε με το ερώτημα του μετασχηματισμού του σημερινού επιπέδου συνείδησης των εργατικών και λαϊκών μαζών; Αυτό δεν επιχείρησε ρητά , άλλωστε, να κάνει και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της δεκαετίας του '20 με το σύνθημα της “εργατικής κυβέρνησης” στο έδαφος της ήττας της επανάστασης στην Ευρώπη και ενώ τον Οκτώβρη του '17 ορθά διέλυσε τη Συντακτική Συνέλευση με τη δύναμη των σοβιέτ και του ένοπλου λαού; 
    Ο βασιλιάς είναι γυμνός!
    Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πρωτότυπο υβριδικό πολιτικό μόρφωμα με στοιχεία αντικαπιταλιστικού μετώπου, αλλά και σχετικά αναβαθμισμένη πολιτική συμφωνία που σε σημεία θα μπορούσε να αναλογεί και σε ένα ενιαίο πολυτασικό κόμμα. Αυτός ο υβριδικός χαρακτήρας την κάνει δυσκίνητη στο να αντιμετωπίσει τόσο το ερώτημα ενός ευρύτερου μετώπου όσο και το ερώτημα του σύγχρονου επαναστατικού κόμματος. Ας επιδιώξουμε δημιουργικά να αναμετρηθούμε με αυτή την αντίφαση χωρίς άλλες αναστολές. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διατηρώντας την αυτοτέλειά της, ας επιδιώξει τολμηρά τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που θα αναμετρηθεί και με το ερώτημα της εξουσίας. Και οι δυνάμεις εντός της που αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ένα σύγχρονο, μαζικό, λαϊκό κομμουνιστικό κόμμα ας το επιδιώξουν τολμηρά με τις αναγκαίες υπερβάσεις και χωρίς να διακυβεύσουν την αυτοτέλεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
    Ο βασιλιάς είναι γυμνός όμως! Εδώ και δύο χρόνια ο Παγκάλος και άλλα αστικά ρετάλια αναφέρονται σε “αυτούς που λένε ότι πρέπει να φύγουμε από το ευρώ και την ΕΕ” όταν ακόμα κανένας δεν το έλεγε στο δημόσιο πολιτικό λόγο εκτός από τη δική μας αριστερά. Και με αυτό τον πολιτικό εκβιασμό κέρδισαν τις εκλογές του Ιούνη. Εδώ και δύο χρόνια βλέπουν ότι υπάρχει πολιτικός χώρος και δυνατότητα να συγκροτηθεί ένας επικίνδυνος πολιτικά για τα συμφέροντά τους φορέας  στη βάση και αυτού του προτάγματος. Εδώ και τουλάχιστον ενάμιση χρόνο το ΚΚΕ εκτιμά από τις στήλες του Ριζοσπάστη και της ΚΟΜΕΠ ότι θα συγκροτηθεί τέτοιος χώρος (και απο δυνάμεις που θα φύγουν από το ίδιο όπως έγραψε στις Θέσεις του 19ου συνεδρίου!) και του ασκεί σκληρή πολιτική κριτική ως οπορτουνιστικό. Εδώ και δύο χρόνια πολλοί στο κίνημα και την αριστερά το ψιθυρίζουν και τέτοιες δυνάμεις συνεργάζονται κινηματικά. Ε, αν υπάρχει ένας πολιτικός χώρος που του αναλογεί να πάρει την πρωτοβουλία για την υλοποίηση αυτής της δυνατότητας είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ήρθε, λοιπόν, η ώρα να τελειώσουν οι ψίθυροι και κάποιος να το φωνάξει δημόσια όπως στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: Ο βασιλιάς είναι γυμνός!